κατάρρυπος

κατάρρυπος
κατάρρυπος, -ον (Α)
πολύ ρυπαρός, πολύ βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ρρυπος (< ῥύπος «βρομιά»), πρβλ. ημί-ρρυπος, περί-ρρυπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”